-
1 τρίχα
η1) волос; 2) ворсинка;§ κρέμομαι από μιά τρίχα — висеть на волоске;
παρά τρίχα... — чуть не...;
σηκώθηκαν οι τρίχες μου — волосы у меня встали дыбом;
είμαι στην τρίχα — быть одетым с иголочки;
ήρθε στην τρίχα — он висит на волоске;
σκίζει την τρίχα — он и с камня лыко дерёт;
τον έβγαλε σαν την τρίχα απ' το προζύμι — он его вывел на чистую воду;
τρίχες (κατσαρές) — пустяк, ерунда;
σαν βγάλει η απαλάμη μου τρίχες когда на ладони волосы вырастут; = когда рак свистнет
См. также в других словарях:
χαρακίρι — το (λ. ιαπων.), είδος αυτοκτονίας στην Ιαπωνία, κατά την οποία αυτός που αυτοκτονεί σκίζει την κοιλιά του με μαχαίρι ή σπαθί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
γάτα — Κοινή ονομασία μικρού σαρκοφάγου ζώου της οικογένειας των αιλουροειδών. Η άγρια γ. (γαλή η αγρίαδασόβια) είναι μεγαλύτερη από την οικιακή (γαλή η οικοδίαιτη) και μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 120 εκ., από τα οποία τα 35 εκ. ανήκουν στην ουρά. Η… … Dictionary of Greek
σχίζω — ΝΜΑ, και σκίζω Ν 1. διανοίγω, κόβω κάτι κατά μήκος, συνήθως με βίαιο τρόπο, χωρίζω σε δύο ή περισσότερα τμήματα (α. «σχίζω ξύλα για το τζάκι» β. «τῶν δὲ Μένωνος στρατιωτῶν ξύλα σχίζων τις», Ξεν.) 2. μτφ. διέρχομαι μέσα από κάτι με μεγάλη ταχύτητα … Dictionary of Greek